Η Κασσάνδρα ήταν ένα από τα 50 παιδιά της Εκάβης και του βασιλιά της Τροίας Πριάμου. Ήταν δίδυμη αδερφή του Έλενου, κάτι που μαρτυρά ήδη από τη γέννησή της την ιδιαίτερη φύση της, καθώς τα δίδυμα σε όλες τις μυθολογίες ανά τον κόσμο προσωποποιούν τη θεϊκή ένωση των αντιθέτων (ήλιος-σελήνη, αρσενικό-θηλυκό, γιν-γιάνγκ). Ως σύμβολο λοιπόν η Κασσάνδρα αντανακλά την συμφιλίωση ανάμεσα σε αυτά που συνήθως συγκρούονται. Μόνο που η γυναίκα αυτή μέλλεται να ζήσει μέσα σε ένα σκηνικό απόλυτης διχόνοιας.
Η μητέρα της η Εκάβη ήταν στη μυθολογία αρχικά θεότητα συγγενική με την Εκάτη, τη χθόνια θεά, τη “δασκάλα όλων των μαγικών” όπως την αποκαλεί ο Σαίξπηρ. Η μικρή Κασσάνδρα επομένως προέρχεται από το γένος των σεληνιακών θεοτήτων, συνήθως μορφές θηλυκές που ήταν αυτόνομες και δεν ετεροκαθορίζονταν από έναν αρσενικό θεό. Οι θεότητες αυτές συναντώνται στις μυθολογίες όλων των λαών και έχουν τα εξής κοινά χαρακτηριστικά: είναι ανεξάρτητες, αυθυπόστατες και συνδέονται τόσο με τη ζωή όσο και με τον θάνατο; αντιπροσωπεύουν δηλαδή τον κύκλο “γέννηση-θάνατος-αναγέννηση” γι’ αυτό και πολλές φορές εμφανίζονται με τρία πρόσωπα. Η τρίπτυχη αυτή διάσταση υπενθυμίζει ότι για να υπάρξει εκ νέου άνθιση και εξέλιξη, θα πρέπει να προϋπάρξει το τέλος κάποιων πραγμάτων. Κάτι που στις γυναίκες πραγματώνεται και σωματικά μέσα από τον κύκλο της εμμήνου ρύσεως.
Καθώς οι άνθρωποι δυσκολευόμαστε πολύ με την αλλαγή και με το κόστος που ενέχει σαν διαδικασία (δηλαδή την απώλεια παλιών οικείων καταστάσεων), οι θεότητες αυτές μετατράπηκαν σταδιακά σε μορφές σκοτεινές, κακές και επικίνδυνες. Εξορίστηκαν στον Κάτω Κόσμο, ταυτίστηκαν μονομερώς με την αρνητική τους όψη, δαιμονοποιήθηκαν και αργότερα καήκαν ως μάγισσες στην πυρά του αμείλικτου ορθολογισμού. Μέχρι και σήμερα οι γυναίκες φαίνεται να αποτελούν ένα ακαταμάχητο πεδίο προβολής ασυνείδητων φόβων και επιθυμιών, με αποτέλεσμα είτε να εξιδανικεύονται είτε να δαιμονοποιούνται. Όσο αυτές οι προβολές δεν επανατοποθετούνται εντός μας, όσο εκτοξεύονται σε εκείνες και δεν υπόκεινται σε μια προσωπική επεξεργασία, τόσο η έμφυλη βία και οι γυναικοκτονίες θα είναι το τραγικό τέλος μιας ιστορίας που επαναλαμβάνεται αέναα στην πορεία της ανθρωπότητας.
Επιστρέφοντας στο μύθο, η Κασσάνδρα λέγεται πως μεγάλωσε με τις Αμαζόνες για ένα διάστημα, κάτι που υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο την ανεξάρτητη φύση της. Πλέον μια νεαρή και όμορφη κοπέλα, στοχοποιείται από τον Απόλλωνα, τον θεό του φωτός, ως το επόμενο θήραμα των ερωτικών επιθυμιών του. Ο θεός μαγεμένος από την ομορφιά της της ζητάει να γίνει δικιά του. Η Κασσάνδρα αρνείται και έτσι ο Απόλλωνας καταφεύγει στη δωροδοκία. Της τάζει τη μαντική ιδιότητα: την ικανότητα να διαισθάνεται και να γνωρίζει το μέλλον. Εκείνη δέχεται. Μόνο που τη στιγμή που πλέον της έχει χαρίσει το δώρο του και περιμένει το αντάλλαγμα, εκείνη αλλάζει γνώμη. Αυτό τον εξοργίζει. Η έννοια της συναίνεσης και το δικαίωμα ανάκλησης αυτής ανά πάσα στιγμή, βεβαίως εδώ δεν τίθεται σαν ζήτημα. Πώς τολμάει μια θνητή να περιπαίζει έναν θεό, πόσο μάλλον να τον απορρίπτει; Καθώς ο Απόλλωνας δεν μπορούσε πλέον να πάρει πίσω αυτό που της είχε προσφέρει, αποφασίζει να την καταραστεί έτσι ώστε κάθε μαντική της πρόβλεψη να μην γίνεται ποτέ πιστευτή από τους γύρω της. Στερώντας της την πειθώ της φωνής της την εξορίζει ουσιαστικά από το κοινωνικό της πλαίσιο και την στιγματίζει ως αναξιόπιστη και παράλογη. Η αξία της φωνής της μηδενίζεται.
Ο Απόλλωνας, όπως διαφαίνεται μέσα από την μυθολογία, ήταν πολύ συχνά κακοποιητικός προς τα αντικείμενα του πόθου του. Η υποτίμηση της ελεύθερης βούλησης όσων ερωτεύεται σηματοδοτεί την έντονα ναρκισσιστική του φύση. Είναι σαφές πως αυτό που τον κινεί είναι η επιθυμία να κυριαρχήσει και όχι να ενωθεί. Η ένωση ή αλλιώς η “ουσιαστική σχέση” προϋποθέτει να είναι κανείς έτοιμος να γευτεί την απώλεια. Ο Απόλλωνας όμως εκπροσωπώντας εδώ μια εξουσία φαλλική και αχόρταγη λειτουργεί σαν ένα κακομαθημένο παιδί που του έχουν μάθει πως του ανήκει ο κόσμος όλος. Ή ακόμα χειρότερα, πως είναι ο κόσμος όλος. Και η απώλεια σε μια τέτοια απεικόνιση δεν χωράει πουθενά.
Όποια ή όποιον ερωτεύεται βρίσκει τραγικό τέλος. Οι περισσότεροι κατά τη προσπάθεια τους να ξεφύγουν από τον θεό μεταμορφώνονται σε δέντρα και φυτά: Η Δάφνη σε δάφνη, η Κλυτίη σε ηλιοτρόπιο, ο Υάκινθος σε υάκινθο, ο Κυπαρίσσης σε κυπαρίσσι. Η Κασταλία πέφτοντας από έναν βράχο γίνεται πηγή των Δελφών και ο Λευκάδας ακρωτήρι. Ο θεός του φωτός δεν είναι πάντα και μόνο φωτεινός. Ούτως ή άλλως ήλιος χωρίς σκιά δεν υπάρχει. Αντίστοιχα, οι θεοί που μέσα στη πορεία της ανθρωπότητας σχετίστηκαν με τον ήλιο ήταν ως επί τον πλείστων θεοί του πολέμου.
Η Κασσάνδρα είναι πλέον καταδικασμένη να προβλέπει ένα καταστροφικό μέλλον για την πατρίδα της, την οικογένεια της και την ίδια, χωρίς όμως να μπορεί να αποτρέψει τίποτα καθώς κανείς δεν την ακούει. Ο όλεθρος του Τρωικού πολέμου ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια της πριν καν ξεσπάσει. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η φωνή της πρόληψης και της καθαρής αντίληψης της σημασίας κάθε παρορμητικής πράξης και των συνεπειών της. Το 1963 η ψυχαναλύτρια Melanie Klein μιλάει για το “σύνδρομο της Κασσάνδρας”. Με αυτόν τον όρο αναφέρεται στην ηθική συνείδηση του ανθρώπου που προσπαθεί να προειδοποιήσει και να προλάβει μια καταστροφική έκβαση πράξεων και επιλογών (που προέρχονται από ένα αυταρχικό Υπερεγώ και που στη συγκεκριμένη περίπτωση εκπροσωπείται από τον Απόλλωνα). Αυτή η ηθική υπενθύμιση πυροδοτεί συνήθως στους ανθρώπους την άρνηση να πιστέψουν αυτό που ξέρουν πως είναι αλήθεια, εκφράζοντας έτσι τη συλλογική τάση να αντιστεκόμαστε απέναντι στην οδυνηρή διαδικασία της ανάληψης προσωπικής ευθύνης, δηλαδή της ενηλικίωσης. Η “άρνηση” στη ψυχολογία είναι ένας εκ των μηχανισμών άμυνας, ίσως ο πιο ισχυρός απέναντι στο άγχος και την ενοχή.
Η Κασσάνδρα είναι ενήλικη μέσα σε έναν κόσμο εφήβων και παιδιών που παίζουν πόλεμο, που παραβιάζουν διαρκώς τα όρια και διεκδικούν όλο και κάτι παραπάνω. Είναι μια γυναίκα ανάμεσα σε άνδρες, αλλά πρωτίστως είναι η θηλυκή αρχή μέσα σε έναν κόσμο που η αρσενική αρχή κυβερνά ως τύραννος και όχι ως προστάτης. Κατά την γιουνγκιανή ψυχολογία η Κασσάνδρα συμβολίζει την “άνιμα”, την θηλυκή δηλαδή ποιότητα που λειτουργεί τόσο στην γυναίκα όσο και στον άντρα. Η άνιμα θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ο βαθύτερος εαυτός, απογυμνωμένος από την περσόνα και τις κοινωνικές μάσκες. Συνδέεται με τη διαίσθηση, το συναίσθημα, την ικανότητα να βλέπει κανείς κάτω από την επιφάνεια και να αφουγκράζεται αυτό που υπάρχει αλλά δεν λέγεται. Συνδέεται λιγότερο με την εξωτερική πραγματικότητα και περισσότερο με την εσωτερική πραγματικότητα ενός ατόμου, ανεξαρτήτως φύλου. Η σχέση του άντρα ωστόσο με την θηλυκή αρχή είναι πιο περίπλοκη καθώς είναι πιο ασυνείδητη και ακατέργαστη. Για εκείνον είναι “η άλλη πλευρά” εντός του, βυθισμένη στα βάθη του ασυνείδητου, σκοτεινή άρα και τρομακτική. Εκεί κυβερνά η ψυχή του, που η ανθρωπότητα ανέκαθεν επέμενε να την βλέπει θηλυκή. Το κατά πόσο αυτό το ψυχικό του πεδίο καλλιεργείται και εμπλέκεται σε έναν διάλογο με τη συνειδητή του πλευρά, επηρεάζει καθοριστικά τη φύση των σχέσεων του με τις γυναίκες. Το ταξίδι του Οδυσσέα θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την εξερεύνηση της σχέσης ενός άντρα με την άνιμά του. Που για να αντικρίσει ουσιαστικά τη γυναίκα-Πηνελόπη πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με όλες τις ψυχικές εκφάνσεις της μέσα του, από την αγνή και συμπονετική πριγκίπισσα Ναυσικά μέχρι τη Σκύλα και τη Χάριβδη.
Ιστορικά η φθίνουσα ισχύ της θηλυκής αρχής συμπίπτει με την έναρξη της λατρείας του ήλιου και τον υποβιβασμό των αρχαιότερων σεληνιακών λατρειών που οργανώνονταν κυρίως από γυναίκες. Η εγκαθίδρυση της λατρείας του ήλιου συνήθως εγκαινιαζόταν με το διάταγμα ενός στρατιωτικού δικτάτορα όπως έγινε στη Βαβυλώνα και την Αίγυπτο.
Μέσα σε ένα τέτοιο αξιακό περιβάλλον, η αντιπολεμική φωνή της Κασσάνδρας φυσικά περιθωριοποιείται και η ίδια ως γυναίκα στερείται κάθε αξιοπρέπειας. Καταδιώκεται και βιάζεται από τον Αία Λοκρό ενώ αναζητά καταφύγιο στον ναό της Αθηνάς και με το πέρας του πολέμου δουλοποιείται. Ευτελίζεται και υποβαθμίζεται σε ένα άψυχο σώμα - άξιο μόνο να ικανοποιεί τις μεγαλομανιακές ορμές των αντρών γύρω της. Η Κασσάνδρα, πλέον ως λάφυρο του Αγαμέμνονα - βασιλιά των Μυκηνών και του Άργους και αρχιστράτηγου της εκστρατείας κατά της Τροίας - ξεριζώνεται από την πατρίδα της και οδεύει προς τον θάνατο της. Γνωρίζοντας το τέλος της, οδεύει προς αυτό σχεδόν πανηγυρικά. Ακολουθεί το πεπρωμένο της ευλαβικά, χωρίς αντιστάσεις, απόλυτα συντονισμένη με μια συλλογική αλήθεια την οποία δεν προσπαθεί να αποφύγει, ακόμα και μέχρι τη τελευταία της τραγική στιγμή. Γνωρίζει ότι φτάνοντας στην Ελλάδα θα φονευθεί μαζί με τον Αγαμέμνονα από την γυναίκα του, Κλυταιμνήστρα. Για εκείνη ο θάνατος είναι ίσως πλέον ο μόνος τρόπος όχι μόνο να λυτρωθεί αλλά και να δικαιωθεί. Καθόλη τη διάρκεια της τραγικής της ιστορίας η Κασσάνδρα καταδιώκεται και βασανίζεται από άντρες, φονεύεται όμως τελικά από μια γυναίκα. Παρά τα όσα συνδέουν τις δύο γυναίκες, η Κλυταιμνήστρα πραγματώνει το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται ουσιαστικά και η ίδια. Γίνεται μέρος ενός φαύλου κύκλου μίσους και βίας που την εμποδίζει να δει την Κασσάνδρα ως μια αυτόνομη γυναικεία ύπαρξη που υποφέρει άδικα. Παρά την βλέπει ως προέκταση του Αγαμέμνονα, κάτι δικό του που πρέπει να πεθάνει μαζί με εκείνον. Η Κασσάνδρα είναι η παράπλευρη απώλεια. Είναι η θυσία της θηλυκής αρχής. Η Κλυταιμνήστρα την στιγμή που σηκώνει το τσεκούρι εναντίον της, προδίδει και τεμαχίζει τον ίδιο της τον εαυτό. Προσομοιάζει στη θεά Ήρα, μια γυναικεία φιγούρα βαθιά εγκλωβισμένη στη πατριαρχική κυριαρχία του Δία, η οποία αδυνατώντας να συγκρουστεί με τον σύζυγό της -τον θεό των θεών, στρέφει όλη της την οργή στις ερωμένες και τα νόθα παιδιά του.
Σήμερα εκατοντάδες σύγχρονες Κασσάνδρες από όλο τον κόσμο συναντιούνται στη Μέλισσα, μια κοινότητα και ένα δίκτυο αλληλεγγύης μεταναστριών και γυναικών προσφύγων στην Αθήνα που δημιουργήθηκε το 2014. Γυναίκες από 45 διαφορετικές χώρες μοιράζονται τις ιστορίες τους, τις συνταγές τους, τις πληγές και τα όνειρά τους. Η Μέλισσα είναι ο τόπος που οι κατακερματισμένες τους ζωές και ταυτότητες βρίσκουν ενωτικούς ιστούς. Η κυψέλη των μελισσών συμβολίζει τόσο την κοινότητα την ίδια, όσο και την κάθε γυναίκα ξεχωριστά που καρτερικά υφαίνει όλες τις πτυχές της σε μια ενιαία ύπαρξη. Το σπίτι της Μέλισσας είναι για αυτές ένα “εσωστρεφές” καταφύγιο και ταυτόχρονα μια “εξωστρεφής” γέφυρα που στοχεύει στην πρόσβαση και την ένταξη της φωνής τους στην νέα κοινωνία.
Εάν μια σύγχρονη δυτική γυναίκα μπορεί να βρει σημεία ταύτισης με την Κασσάνδρα, σημεία που έγκεινται κυρίως στη μεταφορική ανάγνωση της ιστορίας της, οι γυναίκες αυτές ταυτίζονται με εκείνη σε ένα πολύ κυριολεκτικό επίπεδο. Από την αρχή κιόλας της ζωής τους εισέρχονται στον κόσμο αυτό ως πολίτες δεύτερης ή καμίας κατηγορίας και ως δεδομένη ιδιοκτησία των αντρών. Στα μαιευτήρια του Αφγανιστάν δίνεται προτεραιότητα στις μητέρες που πρόκειται να γεννήσουν αγόρια - προτεραιότητα στη ζωή λοιπόν έχουν οι άντρες. Πριν καν πάρουν την πρώτη τους ανάσα, οι γυναίκες όχι μόνο έχουν περιθωριοποιηθεί αλλά έχουν εγγράψει ψυχικά όλο το διαγενεαλογικό τραύμα της έμφυλης βίας που έχουν βιώσει οι πρόγονοί τους. Σε χώρες της Αφρικής, της μέσης Ανατολής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής μέχρι και σήμερα εφαρμόζεται ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων. Πρόκειται για τη διαιώνιση μιας ακραίας επιβολής κυριαρχίας και ελέγχου - μια πρωτόγονη πράξη μίσους και φόβου απέναντι στη γυναικεία σεξουαλικότητα και ψυχοσύνθεση.
Από μικρά κορίτσια μαθαίνουν πως δεν έχουν αξία παρά μόνο στη δούλεψη του αδερφού, του πατέρα, του συζύγου, του θείου κτλ. Στις χώρες της μέσης Ανατολής οι αποφάσεις για τη ζωή τους λαμβάνονται μετά από συμβούλια των ανδρών της οικογένειας: Ποτέ και ποιον θα παντρευτούν, που θα ζήσουν, αν θα ζήσουν. Για τις περισσότερες το σχολείο είναι απαγορευμένο πεδίο, καθώς η μόρφωση είναι μια επικίνδυνη οδός προς την αυτονομία. Η σεξουαλική και σωματική κακοποίηση, φαινόμενα τρομαχτικά συχνά, αποδίδονται πάντα ως ευθύνη στην ίδια τη γυναίκα, τόσο από την οικογένεια όσο και από το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο που τις περιβάλλει. Η φωνή τους όσο δυνατά κι αν ηχεί, δεν ακούγεται.
Συζητώντας με μια ομάδα Αφγανών γυναικών εξηγούσαν πως μην έχοντας τη δυνατότητα να εκφράσουν ελεύθερα τον θυμό τους σε άντρες, τον διοχετεύουν τελικά τόσο στις άλλες γυναίκες όσο και στον ίδιο τους τον εαυτό - με τις περιπτώσεις των αυτοτραυματισμών να είναι πολλές.
Η έμφυλη βία τόσων αιώνων αναπόφευκτα ενδοβάλλεται και ανακυκλώνεται.
Ερχόμενες στην Ελλάδα, δηλώνουν πως αισθάνονται για πρώτη φορά μια αίσθηση ασφάλειας και ελευθερίας. Ανακαλύπτουν τα δικαιώματα τους και μοχθούν για μια νέα και καλύτερη αρχή βιώνοντας ταυτόχρονα το οδυνηρό πένθος για όσα αγάπησαν και άφησαν πίσω. Μέσα σε αυτή τη πορεία οι ματαιώσεις εξακολουθούν να είναι πολλές, καθώς σταδιακά έρχονται αντιμέτωπες με τα σημαντικά κενά που υπάρχουν στη κρατική και θεσμική τους προστασία στη χώρα μας.
Η επιμονή με την οποία τροφοδοτούν την ελπίδα τους πολλές φορές φαντάζει εξωπραγματική. Και η αλήθεια είναι πως εκεί που πλέον φαίνεται να χάνεται κάθε αισιόδοξη προοπτική, ακριβώς μέσα σε αυτά τα κενά που αφήνουν οι καθημερινές απώλειες, φυτρώνουν κι ανθίζουν οι σπόροι της κοινότητας.
Στη Μέλισσα πραγματοποιείται ένα καθημερινό μοίρασμα μέσα από κύκλους γυναικών όλων των ηλικιών, όπου η μια γίνεται ο “θεραπευτικός πράκτορας” της άλλης. Καθώς η ομιλούσα γλώσσα δεν είναι κοινή, πολλές φορές όσα χάνονται στη μετάφραση βρίσκονται μέσα στις καλλιτεχνικές τους δημιουργίες, τις μαγειρικές και τα τραγούδια τους. Πέρα από τη συμπαγή πλαισίωση που συντελείται μέσα από την κοινωνική, ψυχοθεραπευτική, εκπαιδευτική και νομική στήριξη, η Μέλισσα αποτελεί έναν οικείο χώρο που πολλές φορές προσομοιάζεται από τις ίδιες τις γυναίκες με το “σπίτι της γιαγιάς” - το σπίτι της Μεγάλης Μητέρας που προστατεύει και ταυτόχρονα ενθαρρύνει προς την αυτονόμηση. Σαν μια σύγχρονη μορφή του αρχαίου ναού της Κασσάνδρας, έχει προσφέρει μέχρι σήμερα καταφύγιο σε χιλιάδες γυναίκες επιζήσασες έμφυλης βίας. Γυναίκες που με πείσμα και σθένος αλλάζουν κάθε μέρα το πεπρωμένο της τραγικής ηρωίδας.
Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε στα πλαίσια του 10ου Αττικού Σχολείου Αρχαίου Δράματος στην Ελευσίνα το 2022.
Comments